δαυιτικός

δαυιτικός
και δαυιδικός, -ή, -ό (AM δαυιτικός, -ή, -όν)
Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προφητάνακτα Δαυίδ
2. ανάλογος στο μεγαλείο με τους ψαλμούς τού Δαυίδ, μεγαλόπνευστος («δαυιδική έμπνευση»)
II. επίρρ. δαυιτικῶς (AM)
κατά τον τρόπο τού Δαυίδ, μεγαλόπρεπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαυιτιχός < Δαυίδ + (επίθημα) -τικός, ενώ ο τ. δαυιδικός < Δαυίδ + (επίθημα) -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”